φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας.

 

Κάτω π τν κρημνόν, πο βρέχουν τ κύματα, που κατέρχεται τ μονοπάτι, τ ρχίζον π τν νεμόμυλον το Μαμογιάννη, πο ντικρύζει τ Μνημούρια, κα δυτικς, δίπλα ες τν χαμηλν προεξοχν το γιαλο, τν ποίαν τ μαγκόπαιδα το χωρίου, πο δν παύουν π πρωίας μέχρις σπέρας, λον τ θέρος, ν κολυμβον κε τριγύρω, νομάζουν τ Κοχύλι -φαίνεται ν χ τοιοτον σχμα- κατέβαινε τ βράδυ-βράδυ γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχ γραία, κρατοσα π τν μασχάλην μίαν βασταγήν, δι ν πλύν τ μάλλινα σινδόνια της ες τ κμα τ λμυρόν, ετα ν ξεγλυκάν ες τν μικρν βρύσιν, τ Γλυφονέρι, πο δακρύζει π τν βράχον το σχιστολίθου, κα χύνεται ρεμα ες τ κύματα. Κατέβαινε σιγ τν κατήφορον, τ μονοπάτι, κα μ ψίθυρον φωνν μελπεν ν πένθιμον βαθ μυρολόγι, φέρουσα μα τν παλάμην ες τ μέτωπόν της, δι ν σκεπάση τ μματα π τ θάμβος το λίου, πο βασίλευεν ες τ βουνν ντικρύ, κ᾿ α κτνες του θώπευον κατέναντί της τν μικρν περίβολον κα τ μνήματα τν νεκρν, πάλλευκα, σβεστωμένα, λάμποντα ες τς τελευταίας του κτνας.

νθυμετο τ πέντε παιδιά της, τ ποα εχε θάψει ες τ λνι κενο το χάρου, ες τν κπον κενον τς φθορς, τ ν μετ τ λλο, πρ χρόνων πολλν, ταν το νέα κόμη. Δυ κοράσια κα τρία γόρια, λα ες μικρν λικίαν τς εχε θερίσει χάρος χόρταστος.

Τελευταον πρε κα τν νδρα της, κα τς εχον μείνει μόνον δυ υοί, ξενιτευμένοι τώρα. ες εχεν πάγει, τς επον, ες τν Αστραλίαν, κα δν εχε στείλει γράμμα π τριν τν. Ατ δν ξευρε τί εχεν πογίνει. λλος μικρότερος ταξίδευε μ τ καράβια ντς τς Μεσογείου, κα κάποτε τν νθυμετο κόμη. Τς εχε μείνει κα μία κόρη, πανδρευμένη τώρα, μ μισν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον ατς, γριά-Λούκαινα θήτευε τώρα, ες τ γρας της, κα δι᾿ ατν πήγαινε τν κατήφορον, τ μονοπάτι, δι ν πλύν τ χράμια κα λλα διάφορα σκουτι ες τ κμα τ λμυρόν, κα ν τ ξεγλυκάνη στ Γλυφονέρι.

γραα κυψεν ες τν κρην χθαμαλο, θαλασσοφαγωμένου βράχου, κα ρχισε ν πλύν τ ροχα. Δεξιά της κατήρχετο μαλώτερος, πλαγιαστός, κρημνς το γηλόφου, φ᾿ ο το τ Κοιμητήριον, κα ες τ κλίτη το ποίου κυλίοντο ενάως πρς τν θάλασσαν τν πανδέγμονα τεμάχια σαπρν ξύλων π ξεχώματα, τοι νακομιδς νθρωπίνων σκελετν, λείψανα πόχρυσες γόβες χρυσοκέντητα ποκάμισα νεαρν γυναικών, συνταφέντα ποτ μαζί των, βόστρυχοι π κόμας ξανθάς, κα λλα το θανάτου λάφυρα. περάνω τς κεφαλς της, λίγον πρς τ δεξιά, ντς μικρς κρυπτς λάκκας, παραπλεύρως το Κοιμητηρίου, εχε καθίσει νεαρς βοσκός, πιστρέφων μ τ μικρν κοπάδι του π τος γρούς, καί, χωρς ν᾿ ναλογισθ τ πένθιμον το τόπου, εχε βγάλει τ σουραλι π τ μαρσίπιόν του, κα ρχισε ν μέλπ φαιδρν ποιμενικν σμα. Τ μυρολόγι τς γραίας κόπασεν ες τν θόρυβον το αλο, κα ο πιστρέφοντες π τος γρος τν ραν κείνην - εχε δύσει ν τ μεταξ λιος - κουον μόνον τν φλογέραν, κ᾿ κοίταζον ν δωσι πο το αλητής, στις δν φαίνετο, κρυμμένος μεταξ τν θάμνων, μέσα ες τ βαθ κοίλωμα το κρημνο.

Μία γολέτα το σηκωμένη στ πανιά, κ᾿ καμνε βόλτες ντς το λιμένος. λλ δν παιρναν τ πανιά της, κα δν καμπτε ποτ τν κάβον τν δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα κε πλησίον, ες τ βαθι νερά, κουσεν σως τ σιγανν μυρολόγι τς γραίας, θέλχθη π τν θυρυβώδη αλν το μικρο βοσκο, κα λθε παραέξω, ες τ ρηχά, κ᾿ τέρπετο ες τν χον, κ᾿ λικνίζετο ες κύματα. Μία μικρ κόρη, το μεγαλυτέρα γγον τς γραίας, κριβούλα, ννέα τν, σως τν εχε στείλει μάννα της, μλλον εχε ξεκλεφθ π τν γρυπνον πιτήρησίν της, κα μαθοσα τι μάμμη ερίσκετο ες τ Κοχύλι, πλύνουσα ες τν αγιαλόν, λθε ν τν ερη, δι ν παίξη λίγον ες τ κύματα. λλ δν ξευρεν πως πόθεν ρχιζε τ μονοπάτι, π το Μαμογιάννη τν μύλον, ντικρ στ Μνημούρια, κα μα κουσε τν φλογέραν, πγε πρς τ κε κα νεκάλυψε τν κρυμμένον αλητήν. Κα φο χόρτασε ν᾿ κού τ ργανόν του κα ν καμαρών τν μικρν βοσκόν, εδεν κε πού, ες τν μφιλύκην το νυκτώματος, ν μικρν μονοπάτι, κα τι κεθεν εχε κατέλθει γραα μάμμη της. Κ᾿ πρε τ κατηφορικν πότομον μονοπάτι δι ν φθάση ες τν αγιαλν ν τν νταμώση. Κα εχε νυκτώσει δη.

μικρ κατέβη λίγα βήματα κάτω, ετα εδεν τι δρομίσκος γίνετο κόμη πλέον πόκρημνος. βαλε μίαν φωνήν, κ᾿ προσπάθει ν᾿ ναβ, ν πιστρέψη πίσω. Ερίσκετο πάνω ες τν φρν νς προεξέχοντος βράχου, ς δυ ναστήματα νδρς περάνω τς θαλάσσης. ορανς σκοτείνιαζε, σύννεφα κρυπταν τ στρα, κα τον στν χάσιν το φεγγαριο. προσπάθησε κα δν ερισκε πλέον τν δρόμον πόθεν εχε κατέλθει. γύρισεν πάλιν πρς τ κάτω, κ᾿ δοκίμασε ν καταβ. γλίστρησε κ᾿ πεσε, μπλούμ! ες τ κμα. το τόσον βαθ σον κα βράχος ψηλός. Δυ ργυις ς γγιστα. θόρυβος το αλο καμε ν μ κουσθ κραυγή. βοσκς κουσεν να πλαταγισμόν, λλ κεθεν που το, δν βλεπε τ βάσιν το βράχου κα τν κρην το γιαλο. λλως δν εχε προσέξει ες τν μικρν κόρην κα σχεδν δν εχεν ασθανθ τν παρουσίαν της.

Καθς εχε νυκτώσει δη, γραα Λούκαινα εχε κάμει τν βασταγήν της, κα ρχισε ν᾿ νέρχεται τ μονοπάτι, πιστρέφουσα κατ᾿ οκον. Ες τν μέσην του δρομίσκου κουσε τν πλαταγισμόν, στράφη κ᾿ κοίταξεν ες τ σκότος, πρς τ μέρος που το αλητής.

- Κενος Σουραυλς θ εναι, επε, διότι τν γνώριζε. Δν το φτάνει ν ξυπν τος πεθαμένους μ τ φλογέρα του, μόνο ρίχνει κα βράχια στ γιαλ γι ν χαζεύ... Σημαδιακς κι ταίριαστος εναι.

Κι ξηκολούθησε τ δρόμο της.

Κ᾿ γολέτα ξηκολούθει κόμη ν βολταντζάρ ες τν λιμένα. Κι μικρς βοσκς ξηκολούθει ν φυσ τν αλόν του ες τν σιγν τς νυκτός.

Κ᾿ φώκη, καθς εχεν λθει ξω ες τ ρηχά, ηρε τ μικρν πνιγμένον σμα τς πτωχς κριβούλας, κα ρχισε ν τ περιτριγυρίζ κα ν τ μυρολογ, πρν ρχίση τ σπερινν δεπνον της.

Τ μυρολόγι τς φώκης, τ ποον μετέφρασεν ες νθρώπινα λόγια ες γέρων ψαρς, ντριβς ες τν φωνον γλσσαν τν φωκν, λεγε περίπου τ ξς:

Ατ τον κριβούλα
γγόνα τς γριά-Λούκαινας.
Φύκιά
ναι τ στεφάνια της,
κοχύλια τ
προικιά της...
Κ
᾿ γρι κόμα μυρολογ
τ
γεννοβόλια της τ παλιά.
Σ
ν νχαν ποτ τελειωμ
τ
πάθια κ᾿ ο καημο το κόσμου.

 

 

Ερωτήσεις:

  1. Πώς συντελεί ο χώρος και ο χρόνος στη δημιουργία ατμόσφαιρας;

  2. Πώς εναλλάσσονται και συνυφαίνονται τα μοτίβα ζωής και θανάτου στην πρώτη  ενότητα του αποσπάσματος;

  3. Ο θάνατος κατά κάποιο τρόπο προκαθορίζεται από την αρχή του διηγήματος. α) Ποια στοιχεία του διηγήματος θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σ’ αυτή τη διαπίστωση; β) Ποια στοιχεία παγιδεύουν τη ζωή;

  4. Προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά της γριας-Λούκαινας μεσ’ απ’ τις εκδηλώσεις της.

  5. Προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά της γριας-Λούκαινας που την καθιστούν ηθογραφική μορφή.

  6. Ποιος είναι ο ρόλος του μικρού βοσκού στο διήγημα;

  7. Πώς προοικονομείται ο πνιγμός της Ακριβούλας στη β΄ενότητα;

  8. Ποια αίσθηση προκαλεί στον αναγνώστη η απλή και λιτή περιγραφή του θανάτου της Ακριβούλας;

  9. Σε ποιο σημείο του διηγήματος γίνεται φανερή η τραγική ειρωνεία και πού νομίζετε ότι κορυφώνεται; Tι πετυχαίνει ο συγγραφέας μ’ αυτήν;

  10. Ποια στοιχεία δείχνουν τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και πώς υποβάλλονται στο συγκεκριμένο διήγημα;

  11. Σε ποιο σημείο του διηγήματος υπερβαίνεται το ρεαλιστικό στοιχείο;

  12. Ποιος είναι ο ρόλος της φώκιας στο τραγικό συμβάν;

  13. Αναλύστε τα λόγια του μοιρολογιού της φώκιας.

  14. Να εντοπίσετε τα σημαντικότερα λαογραφικά στοιχεία στο απόσπασμα: «Κάτω απ’τον κρημνόν … λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας».

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 06. Μαΐου 2007 

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο