φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

ΚΕΙΜΕΝΟ: Tα χταποδάκια, Μ. Καραγάτση

 

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: «ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ» ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

 

Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινε ς από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις  φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας  κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας* πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας* δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο* σε σοροκάδα*. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι *, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος* ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί.

Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι*, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:

- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!

Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν* τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί* με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:

- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!

- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...  Κόβε λόγια και στρι!* Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!

Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών*. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ’ ου κι ο καβγάς – «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».

Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν* χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:

- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!

Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό!

Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης* άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ* ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.

- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!

- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;

- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ  τσαμπούκ*, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.

Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:

- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;

Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.

- Έχει τσιγάρο;

Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!

- Θέλω τσιγάρο.

- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.

- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!

Ήταν κι αναιδής.

- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους.

Ακούς;

Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο*, προκλητικό, μπεχλιβάνικο*. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:

- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και  τον κάργα; *

Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.

Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια* που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπό¬δια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.

Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας* χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε  φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...

 

Λέξεις:

Ο Αστέρας = το βραδινό αστέρι, ο Αποσπερίτης,

μποτζάροντας = γέρνοντας πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, όπως το σκάφος,

τραμπάκουλο = μικρό, πλατύ ιστιοφόρο,

σοροκάδα = κυματισμός της θάλασσας που προκαλείται από ανέμους νότιους έως δυτικούς,

ερίφης = άνθρωπος,

μπερντάχι = ξυλοδαρμός,

γινωμένος = μεθυσμένος,

σέρτικος = αψύς, νευρικός,

ποσώς = καθόλου,

θαραπάηκαν = αγάλιασαν, ευχαριστήθηκαν,

λακιρντί = συνομιλία,

κόβε λόγια και στρι = σταμάτησε τη συζήτηση και φύγε,

τον πάσα τυχών = τον τυχόντα, τον καθένα,

προδικάζω = προεξοφλώ,

ντερμπεντέρης = αλήτης,

φουβού = φουφού, είδος ψησταριάς,

τσαμπούκ = γρήγορα,

κουτσαβάκικο = μάγκικο,

μπεχλιβάνικο = που ταιριάζει σε μπεχλιβάνη (παλαιστή),

κάνω τον κάργα = παριστάνω τον σπουδαίο,

ψοφοδεής = δειλός, κακομοίρης,

μετρονόμιο = όργανο που χρησιμοποιείται για να δίνει το χρόνο ενός μουσικού κομματιού,

όστρια = νότιος άνεμος.

 

  

Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

 

Β1.

  1. Ποια από τα παρακάτω στοιχεία κατατάσσουν το διήγημα στην τεχνοτροπία του νατουραλισμού;     ( σημειώστε στην κόλλα σας τα στοιχεία της άσκησης και με Σ ή Λ τη σωστή ή τη λανθασμένη απάντηση αντίστοιχα)

Α) Η απουσία κοινωνικού προβληματισμού

Β) Ακριβής καταγραφή των γεγονότων και εξονυχιστική περιγραφή

Γ) Καταγραφή των ηθών και των εθίμων του τόπου

Δ) Μελέτη της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπων

Ε) Η αντίληψη ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων καθορίζεται από τις  κοινωνικές συνθήκες.

                Δικαιολογήστε τις απαντήσεις που επιλέξατε ως σωστές με στοιχεία του κειμένου.

(μον. 15)

 

  1.   Ο Α. Σαχίνης στο έργο του: «Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικοί πεζογράφοι» αναφέρει για τον Μ. Καραγάτση: «… Ο Καραγάτσης δεν επιμένει στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του για να μας δώσει αναλυτικά, εξελικτικά, τα μέσα στρώματα της ψυχής τους. Τα πρόσωπά του παρουσιάζουν την ιδιομορφία τους από  το αντικαθρέφτισμα των ψυχικών αντιδράσεών τους πάνω στα πράγματα και τα περιστατικά που τους περιτριγυρίζουν. Η ψυχολογία τους απορρέει από την εξωτερική συμπεριφορά τους και από την εξέλιξη της δράσης.» 

       Να βρείτε μέσα από το κείμενο δύο στοιχεία που να τεκμηριώνουν την παραπάνω θέση του Α. Σαχίνη για το πρόσωπο του Παναγιωτάκη.

 

Β2.

  1. Με ποια εκφραστικά  μέσα/τρόπους αποδίδει ο συγγραφέας το κοινωνικό περιβάλλον του διηγήματος;

 

  1. Ποια εικόνα της φύσης συμβολίζει την ψυχική κατάσταση του ήρωα;

 

  1. Σε ποιο σημείο του κειμένου μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει η εσωτερική εστίαση; Ποια είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του;

 

  1. Ποιο λειτουργικό ρόλο έχει ο διάλογος στο διήγημα;

 

  1. Γιατί, κατά τη γνώμη σας , ο συγγραφέας χρησιμοποιεί λαϊκές εκφράσεις ανάμεικτες με λόγιους τύπους στο διήγημα αυτό;

 

  1. Σχολιάστε τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παναγιωτάκης.

 

Β3.

1.      Γιατί ο Παναγιωτάκης επιμένει να επιδιώκει την επικοινωνία χωρίς καμιά ανταπόκριση;

 

  1. Να αναφέρετε δυο τρόπους με τους οποίους ο Παναγιωτάκης προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει τη μοναξιά του.       

                                                                    

Β4.

  1. «Δεν εμιλησε πια … ακριβώς». Να σχολιάσετε το απόσπασμα αυτό της τελευταίας παραγράφου (μορφή σε σχέση με το περιεχόμενο)

  

Β5.

 1.Ποια κοινά στοιχεία βλέπετε στο κείμενο του Μ. Καραγάτση και στο ποίημα του Βάρναλη, ως  προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το ύφος;

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι άν τα γονατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι."-Γειάσου Κωσταντή βαρβάτε!"
"-Καλησπερούδια, αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;"

Ενας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Ετσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι άν σε πείραζε κανένας - αχ εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πούσαι νιότη, πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

 

  1. Ο Λάμπρος Πορφύρας  στο παρακάτω ποίημα φαίνεται ν’ απευθύνεται στον Παναγιωτάκη, ή  καλύτερα, στον «κάθε Παναγιωτάκη» της ζωής.

   α)  Ποια στοιχεία του ποιήματος νομίζετε ότι ταιριάζουν με την περίπτωση του Παναγιωτάκη;

 β)  Ποια  στάση  έχει εδώ ο ποιητής απέναντι στον ήρωά του, σε αντίθεση με τον συγγραφέα του διηγήματος που σας δόθηκε; 

 

Λάμπρου Πόρφυρα, «Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα…»

 

Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου

σε μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν, ξανά τα πρωτοβρόχια,

πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου

μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα  κι η φτάχεια.

 

Πιε το, η ψυχή σου ξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει,

που αν έρθ’ η μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,

καημοί  καινούριοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,

κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.

 

 

 επιμέλεια: Κώστας Μακρής, Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Δευτέρα, 11. Ιουνίου 2007 

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο