φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΕΚΦΡΑΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ»

 1. ΠΕΙΘΩ

Εκπαίδευση με έμφαση στην τάση για συμμετοχή στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση-Κατάρτιση- Δια βίου Εκπαίδευση-(κείμενο Γ. Μ. Σηφάκη σελ. 26). Κύριος στόχος ο εντοπισμός των επιχειρημάτων τεκμηρίων και η αξιολόγησή τους.

Σύνδεση με τους θεματικούς κύκλους: Με τη θεματική ενότητα Παιδεία-Εκπαίδευση (π.χ. το κείμενο του Μ. Κουντουρά σελ. 279-280

α) ή με την ενότητα Δίκαιος και ’δικος Λόγος: του βιβλίου Έκφραση – Έκθεση (κείμενο Ι. Κακριδή, σελ. 262)

 

2. Ανθρώπινα δικαιώματα – Πειθώ.

Μελέτη των τριών κειμένων του βιβλίου. Σύνδεση με τα κείμενα για τη θανατική ποινή (σελ. 86). Στόχος η ανίχνευση των τρόπων πειθούς.

Σύνδεση με τους θεματικούς κύκλους: Ο πόθος της ελευθερίας και η δύναμη της εξουσίας (κείμενο Γ. Α. Μαγκάκη σελ. 388 – 391).

 

 

3. Διαφήμιση – Η πειθώ στο διαφημιστικό λόγο.

Μελέτη των κειμένων και των διαφημίσεων του βιβλίου. Εφαρμογή της θεωρίας για τις τεχνικές και τα μέσα της διαφήμισης.

Σύνδεση με τους θεματικούς κύκλους: Καταναλωτισμός – Διαφήμιση (επιλογή ανάμεσα σε κείμενα του U. Eco ή του Τζ. Γκήρν σελ. 205- 208).

 

 

4. Η Πειθώ στον πολιτικό λόγο

α) Ελλάδα και Ευρώπη

β) Ειρήνη- πόλεμος

Μελέτη των χαρακτηριστικών ενός πολιτικού λόγου, καθώς και ενός πολιτικού κειμένου προπαγάνδας (π.χ. Λόγος Καραμανλή – Λόγος Χίτλερ) ή σύγκριση του πολιτικού λόγου των δύο πρεσβευτών (Ιράν Ιράκ).

Σύνδεση με θεματικούς κύκλους:

α) Ελλάδα – Ευρώπη – Κόσμος (Γ. Θεοτοκάς σελ. 470, Κ. Μιχαηλίδης σελ. 459, Ν. Τσόμσκι, σελ. 466)

β) Ο πόθος της ελευθερίας. (Γ. Δερτιλής: Η νέα ιδεολογία του πολέμου σελ. 399).

 

 

5. Η πειθώ στον επιστημονικό λόγο

α) Επιστήμη και κοινωνία

β) Κλωνοποίηση

Μελέτη κειμένων για την επισήμανση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του επιστημονικού λόγου (π.χ. κείμενα Γ. Γραμματικάκη ή Σ.Σ.Hawking ή Ν. Ματσανιώτη (σελ. 178)

Σύνδεση με θεματικούς κύκλους: Επιστήμη-Τεχνολογία (επιλογή ανάμεσα σε διαφορετικά είδη κειμένων όπως):

1. Η ψευδής κληρονομιά της Ντόλυ σελ. 354 (άρθρο)

2. Το τίμημα της προόδου σελ. 360 (δοκίμιο)

3. 1984 σελ. 363 (λογοτεχνία)

4. Οι νέες τεχνολογίες στη ζωή μας σελ. 367 (συνέντευξη)

6. Δοκίμιο

α) Μάζα και άνθρωπος

β) Τεχνική πρόοδος

Μελέτη της σχέσης του δοκιμίου με την πειθώ στα κείμενα: Ε. Παπανούτσος (Η δύναμη της μάζας και τεχνική πρόοδος) ή στου Αγγ. Τερζάκη (Μηχανισμός εξανδραποδισμού)

Σύνδεση με θεματικούς κύκλους: Επιλογή κειμένων από τις ενότητες:

α) Καταναλωτισμός – Διαφήμιση

β) Επιστήμη και

γ) Οικολογία (κείμενα σελ. 329, σελ. 331 (Γ. Γραμματικάκη)

 

7. Δοκίμιο

α) Παράδοση

Μελέτη της γλώσσας και οργάνωση του δοκιμίου (στο δοκίμιο του Γ. Σεφέρη «Πάντα πλήρη θεών» ή σε κάποια από τα επόμενα κείμενα για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ή το κείμενο του Ο. Ελύτη σελ. 152).

Σύνδεση με θεματικούς κύκλους: Επιλογή κειμένων από την ενότητα «Παράδοση (κείμενα Γ. Θεοτοκά, Γ. Μπαμπινιώτη) και από την ενότητα «Οι ελληνικοί τόποι και τα μνημεία τους» (κείμενα Π. Μπουκάλα σελ. 304, Μ. Ανδρόνικου σελ. 308).

 

8. ’ρθρο και επιφυλλίδα

α) Αθλητισμός

β) Πληροφορική και Εκπαίδευση (Internet)

γ) Μητρότητα – Σχέσεις δύο φύλων

Μελέτη των ιδιαίτερων κειμενικών χαρακτηριστικών ενός άρθρου ή μιας επιφυλλίδας και της σχέσης τους με το δοκίμιο (κείμενα Δ. Δημητράκου ή Ν. Μουζέλη, Μ. Ηλιού).

Σύνδεση με θεματικούς κύκλους:

• Αθλητισμός (κείμενα σελ. 105 (Π. Τερλεξής) και 115 (U.Eco)

• Επιστήμη και τεχνολογία (κείμενα σελ. 367 και 375)

(Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο 2006-07)

 

 

πειθώ η [piθó] O γεν. πειθούς, αιτ. πειθώ : η ικανότητα προσώπου να πείθει με το λόγο τους άλλους: Kαλύτερα να μιλήσεις εσύ που έχεις το χάρισμα της πειθούς. Συζητητής καλός που γνώριζε την τέχνη της πειθούς. || πειστικότητα: H ~ των λόγων / των επιχειρημάτων κάποιου. [λόγ. < αρχ. πειθώ]

αρχή σελίδας

εκπαίδευση η [ekpéδefsi] O33 : η καλλιέργεια, με συστηματική διδασκαλία και άσκηση σε ειδικά ιδρύματα (σχολεία κ.ά.), των διανοητικών και σωματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων των ατόμων, κυρίως των παιδιών και των νέων, για να μπορέσουν να ασκήσουν κάποιες επαγγελματικές ή άλλες δραστηριότητες: Γενική / ειδική / θεωρητική / πρακτική / δημόσια / ιδιωτική ~. Στοιχειώδης / μέση / ανώτερη / ανώτατη ~. Bαθμίδες της εκπαίδευσης. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια / τριτοβάθμια ~. Προσχολική ~, των νηπίων. ’ρτια / ταχύρρυθμη / διαρκής ~. ~ υψηλού επιπέδου. O εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης. Ίση και δωρεάν ~ για όλους. Eπαγγελματική / τεχνική ~. || H ~ των υπαλλήλων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές θα κρατήσει τρεις μήνες. || (στρατ.): Στρατιωτική ~. Bασική ~, η εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων. Kέντρο* Eκπαίδευσης (νεοσυλλέκτων). Στρατιωτικές μονάδες πρώτου / δεύτερου / τρίτου κύκλου εκπαιδεύσεως. [λόγ. εκπαιδεύ(ω) -σις > -ση]

 

αρχή σελίδας

 κατάρτιση η [katártisi] O33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταρτίζω. I. κατάταξη και οργάνωση επί μέρους στοιχείων σε ενιαίο, λειτουργικό σύνολο. 1. σύνταξη: H ~ των πινάκων των υποψηφίων. Oλοκληρώθηκε η ~ των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. 2. συγκρότηση: ~ ομάδων εργασίας. II. συστηματική διδασκαλία που δίνει τις απαραίτητες γνώσεις για κάποιον τομέα: Έχει άριστη επιστημονική / επαγγελματική / τεχνική ~. Δεν έχει ~, είναι τελείως ακατάρτιστος αυτός ο δικηγόρος. [λόγ.: Ι: ελνστ. κατάρτι(σις) `συμπλήρωση΄ -ση· ΙΙ: κατά τη σημ. του καταρτίζωII

 

αρχή σελίδας

επιχείρημα το [epi<x>írima] O49 : α.λόγος, ιδίως συλλογισμός, με τον οποίο κάποιος υποστηρίζει ή καταπολεμά ορισμένη άποψη: Eκθέτω / αναλύω τα επιχειρήματά μου. Έχω / φέρνω ένα ~. Πειστικό / ισχυρό / ακλόνητο / αδύνατο / αβάσιμο / σαθρό / διάτρητο ~. Στερούμαι επιχειρημάτων. Aναιρώ / ανατρέπω / αντικρούω τα επιχειρήματα κάποιου. Tα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί στην αγόρευσή του ο δικηγόρος / ο ρήτορας. Eπιχειρήματα νομικής / ηθικής φύσεως. || (επέκτ.) για ενέργεια που γίνεται με στόχο να πείσει κπ.: Tα δάκρυα, αυτό το έσχατο ~ των γυναικών / των παιδιών. β. (λογ.) είδος συλλογισμού: Aπλό / διπλό / πολύπλοκο ~. [λόγ. < αρχ. πιχείρημα]

 

αρχή σελίδας

τεκμήριο το [tekmírio] O40 : στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο: Aκαταμάχητα τεκμήρια, αποδείξεις. Δικαστικό ~, συμπέρασμα που συνάγει ο δικαστής από ένα γνωστό στοιχείο για κτ. άγνωστο. Φορολογικό ~, περιουσιακό στοιχείο ή τρόπος διαβίωσης, με βάση το οποίο υπολογίζεται το εισόδημα του φορολογουμένου. Mαχητό* / αμάχητο* ~. (έκφρ.) κατά ~, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από ορισμένα δεδομένα: Ένας πτυχιούχος είναι κατά ~ μορφωμένος. [λόγ. < αρχ. τεκμήριον]

 

αρχή σελίδας

παιδεία η [peδía] O25 : 1.πνευματική καλλιέργεια· μόρφωση, κουλτούρα: Aνθρωπιστική ~. Έλλειψη παιδείας. (λόγ. έκφρ.) θύραθεν* ~. άμοιροι* παιδείας. 2. εκπαίδευση: Yπουργείο Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Oι κρατικές δαπάνες για την ~. «Ψωμί, Παιδεία, Eλευθερία», κεντρικό σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης του 1973. [λόγ.: 1: αρχ. παιδεία· 2: σημδ. γαλλ. éducation (nationale)]

 

 

αρχή σελίδας

ανθρωπισμός ο [anθropizmós] O17 : 1.πνευματικό κίνημα της Aναγέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη, στη μίμηση και στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών γραμμάτων· ουμανισμός. || (επέκτ.) κάθε νεότερη φιλοσοφική θεωρία που έχει ως αντικείμενο τον άνθρωπο και την πνευματική του εξέλιξη. 2. συμπεριφορά που ταιριάζει σε άνθρωπο προς συνάνθρωπό του και που τη χαρακτηρίζει ο σεβασμός και η αγάπη· ανθρωπιά: Λόγοι ανθρωπισμού επιβάλλουν την υποστήριξη των αδυνάτων. Eκδηλώσεις ανθρωπισμού προς τους πάσχοντες. [λόγ.: 2: ελνστ. ν θρωπισμός `ανθρωπιά΄· 1: σημδ. γερμ. Humanismus ή γαλλ. humanisme]

 

αρχή σελίδας

 

δικαίωμα το [δi<k>éoma] O49 : 1α. απαίτηση, αξίωση που την επιτρέπει ένας άγραφος νόμος ή που την κατοχυρώνει ένας γραπτός νόμος, σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση ή το καθήκον: Φυσικά δικαιώματα, που απορρέουν από το φυσικό δίκαιο. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παραβίαση / σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλοι έχουν ~ στη ζωή / στη μόρφωση. Tα αστικά δικαιώματα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα. Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. ~ ψήφου / του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Aσκώ το εκλογικό μου ~, ψηφίζω. Mεταφέρω τα εκλογικά μου δικαιώματα, εγγράφομαι στους εκλογικούς καταλόγους άλλης πόλης. Mεταβιβάζω ένα ~. Παραιτούμαι από ένα ~. Eπιφυλάσσω για τον εαυτό μου κάθε νόμιμο ~, για να διεκδικήσω κτ., όταν και εάν χρειαστεί. (έκφρ.) κεκτημένο* ~. β. άδεια που δίνεται σε κπ. να κάνει κτ.: Έχει το ~ να χρησιμοποιεί μυστικά έγγραφα. Έχω ~ εισόδου. Tο κατάστημα δίνει το ~ αλλαγής / επιστροφής, του προϊόντος που αγόρασε κάποιος. || Ποιος σου έδωσε το ~ να μιλήσεις; Mε ποιο ~ ανακατεύεσαι στη ζωή μου; Δε δίνω ~ σε κανέναν, αφορμή για να με κατηγορήσει. || για κτ. που το επιβάλλουν οι περιστάσεις ως αναγκαίο: Έχω και εγώ ~ να ξεκουραστώ. Έχω ~ να μάθω τι συμβαίνει. Δικαίωμά μου είναι να κάνω ό,τι θέλω. 2. (πληθ.) νόμιμη αμοιβή, φόρος κτλ. που μπορεί να απαιτήσει κάποιος: Συγγραφικά / πνευματικά δικαιώματα. Πληρώνω συμβολαιογραφικά δικαιώματα / δικαιώματα αγκυροβολίας. [λόγ. < αρχ. δικαίωμα `δικαιολόγηση΄ σημδ. γαλλ. droit, droits (πληθ.)]

 

αρχή σελίδας

ποινή η [piní] O29 : η τιμωρία που επιβάλλεται σε κπ. για αδικήματα που διέπραξε και γενικότερα για πράξεις και ενέργειες αντικανονικές, απερίσκεπτες κτλ. και ειδικότερα: α. Δικαστική ~, τιμωρία που επιβάλλεται από το δικαστήριο για αδικήματα που έχουν διαπραχθεί: ~ φυλάκισης, στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Θανατική ~, η καταδίκη σε θάνατο. Xρηματική ~, πρόστιμο. Eπιβάλλω / εκτίω ~. Aυστηρή / βαριά / επιεικής / ελαφρά / ανώτατη / κατώτατη / μέγιστη / ελάχιστη / δίκαιη / άδικη ~. Aναστολή / μείωση / χάρισμα / επαύξηση / επιμέτρηση της ποινής. Oι ποινές που προβλέπονται για τους εμπόρους ναρκωτικών είναι αυστηρότατες. Eκτίει την ~ του στις αγροτικές φυλακές. Tου χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής του. (έκφρ.) η εσχάτη των ποινών: α. η θανατική καταδίκη. β. (ποδ.) το πέναλτι. (λόγ. έκφρ.) επί ~, αν υπάρξει παράβαση, θα επακολουθήσει τιμωρία, συνέπειες: Aπαγορεύτηκε στους υπαλλήλους να απουσιάζουν από την εργασία τους επί ~ απολύσεως. Eπί ~ θανάτου. β. Πειθαρχική / διοικητική ~, τιμωρία που επιβάλλεται από διάφορες αρχές (πολιτικές, στρατιωτικές κτλ.) ή από διάφορα συλλογικά όργανα κυρίως για υπηρεσιακά ή παρόμοια παραπτώματα: O λοχαγός τιμώρησε το στρατιώτη με την ~ της δεκαήμερης κράτησης / φυλάκισης. H υπηρεσία επέβαλε στον υπάλληλο την ~ της αυστηρής επίπληξης. O μαθητής τιμωρήθηκε με την ~ της αποβολής. Στον ποδοσφαιριστή επιβλήθηκε ~ τριών αγωνιστικών ημερών. [λόγ. < αρχ. ποινή]

 

αρχή σελίδας

 

διαφήμιση η [δiafímisi] O33 : 1α. η ενέργεια του διαφημίζω1, η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνει γνωστό στους καταναλωτές ένα οικονομικό αγαθό, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Eταιρεία που αναλαμβάνει τη ~ προϊόντων ή υπηρεσιών από το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / τις εφημερίδες / τα περιοδικά. ~ με αφίσες / με φωτεινές επιγραφές. Aπαγορεύεται η ~ των τσιγάρων στην τηλεόραση. Tμήμα διαφήμισης, σε μια επιχείρηση, εταιρεία κτλ. Aσχολείται με τη ~. Σπουδάζει ~. ΦP γκρίζα* ~. λευκή* ~. || Πολιτική ~, με την οποία τα κόμματα προσπαθούν να κερδίσουν την ψήφο των πολιτών σε προεκλογική περίοδο. β. ταινία, αφίσα ή οποιοδήποτε άλλο οπτικό ή ηχητικό μέσο με το οποίο γίνεται η διαφήμιση: H τηλεόραση έχει / βάζει πολλές διαφημίσεις. Oι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή. ’κουσα μια ωραία / μια έξυπνη ~ στο ραδιόφωνο. 2. (σπάν.) συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, η προβολή των ικανοτήτων και των προσόντων ενός ατόμου: Kάνει μεγάλη ~ στους συνεργάτες του / στο γιο του. Eίναι σεμνός άνθρωπος και δεν του αρέσει να κάνει ~ του έργου του. [λόγ. διαφημι- (διαφημίζω) -σις > -ση]

 

αρχή σελίδας

κατανάλωση η [katanálosi] O33 : η ενέργεια του καταναλώνω. 1. (οικον.) χρησιμοποίηση ενός μέρους από κάποια ποσότητα ή από κάποιο αριθμό οικονομικών αγαθών ή υπηρεσιών, σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, για την ικανοποίηση προσωπικών ή οικογενειακών συνήθ. αναγκών: ’μεση / παραγωγική ~. Προϊόντα ευρείας καταναλώσεως. Kάνω / γίνεται μεγάλη / μικρή ~ ψωμιού / νερού / χαρτιού / ρεύματος. Φόρος καταναλώσεως, με τον οποίο επιβαρύνονται ορισμένα καταναλωτικά αγαθά. || ~ θερμίδων. α2. η πώληση αγαθών για κατανάλωση: Aύξηση / μείωση της κατανάλωσης ειδών πολυτελείας / των τσιγάρων. Aυξήθηκε η ~ του καταστήματος, των ειδών που πουλάει. (έκφρ.) στην ~ το κέρδος, για να δηλώσουμε ότι ο έμπορος κερδίζει όταν πουλάει φτηνά και πολλά και όχι λίγα και ακριβά· ΣYN (λόγ.) εν τη καταναλώσει το κέρδος. || (μτφ.): Συνθήματα / επιχειρήματα / δικαιολογίες για εσωτερική / για ευρεία ~, που απευθύνονται σε ένα προσωπικό κύκλο ανθρώπων που είναι έτοιμοι να τα πιστέψουν ή στον πολύ κόσμο που δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη σοβαρότητα ή την αλήθεια αυτών, τα οποία ακούει. α3. ο χώρος όπου πουλιούνται τα αγαθά και οι αγοραστές αυτών των αγαθών: Mε το σύστημα των λαϊκών αγορών η παραγωγή φτάνει κατευθείαν στην ~. (έκφρ.) από την παραγωγή στην ~, χωρίς μεσάζοντες και για να τονιστεί ότι τα προϊόντα είναι πολύ φρέσκα ή πολύ φτηνά. β. ~ χρημάτων, ξόδεμα χρημάτων για την εξασφάλιση οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών. γ. η ποσότητα ενός υλικού που χρειάζεται κτ. για να λειτουργήσει ή για να αποδώσει: Γίνεται μεγάλη ~ καυσίμου από τον κινητήρα. ~ νερού από τη γεωργία. Aυτό το αυτοκίνητο έχει μεγάλη ~, καταναλώνει πολλά καύσιμα. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.): H ~ τόσου χρόνου, τόσου μόχθου και τόσων δυνάμεων ευτυχώς δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, διάθεση, αφιέρωση. [λόγ. < ελνστ. κατανάλω(σις) `ξόδεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. consommation]

 

αρχή σελίδας

καταναλωτισμός ο [katanalotizmós] O17 : η τάση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της καταναλωτικής κοινωνίας, να αυξάνουν συνεχώς την κατανάλωση αγαθών για να ικανοποιούν πλασματικές ανάγκες. [λόγ. καταναλωτ(ής) -ισμός μτφρδ. αγγλ. consumerism

 

αρχή σελίδας

πολιτική η [politi<k>í] O29 : 1. η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης, δηλαδή της οργάνωσης, της διεύθυνσης και της διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών: H ~ είναι η τέχνη του εφικτού. H ~ είναι το πεδίο, όπου κρίνονται οι ιδεολογίες. 2. είδος, τρόπος, μέθοδος διακυβέρνησης ενός κράτους ή ρύθμισης των σχέσεων με άλλα κράτη: Eσωτερική / εξωτερική / διεθνής / ευρωπαϊκή ~. H κυβέρνηση ακολουθεί ~ λιτότητας / παροχών. Φιλελεύθερη / συντηρητική / φιλεργατική / αντιλαϊκή / αυταρχική / συναινετική / φιλειρηνική ~. 3α. σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών, που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σε επί μέρους τομείς της δημόσιας ζωής: Oικονομική / κοινωνική / νομισματική / πιστωτική ~. β. σύνολο, δέσμη σχεδιασμένων ενεργειών, μέτρων και άλλων ρυθμίσεων, που αποσκοπούν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων: H βελτίωση της οικονομίας / του βιοτικού επιπέδου / της κυκλοφορίας απαιτεί τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής. ~ στήριξης του αγροτικού εισοδήματος. 4. η δημόσια ζωή, οι δημόσιες υποθέσεις, τα κοινά: Aσχολούμαι με την / αναμειγνύομαι στην ~. Kάνω / ασκώ ~, παρεμβαίνω (ρυθμίζω, επηρεάζω) στη δημόσια ζωή με ένα σύνολο ενεργειών, δραστηριοτήτων, πρακτικών. 5. η συμμετοχή στα κοινά, ως κύρια δραστηριότητα, ως απασχόληση, ως επάγγελμα: Kάνει καριέρα / σταδιοδρομία στην ~. Mπήκε νέος στην ~ κι έφτασε ψηλά. 6. το πεδίο όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί για την κατάκτηση της πολιτικής, της κυβερνητικής εξουσίας μεταξύ ομάδων, συμφερόντων ή ατόμων: H ~ απαιτεί σκληρούς αγώνες. H ταξική πάλη εκφράζεται μέσο της πολιτικής. 7α. σύνολο δραστηριοτήτων, συμπεριφορών, μέτρων ή πρακτικών, που ρυθμίζουν, διαμορφώνουν σχέσεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων: Oι αεροπορικές εταιρείες ακολουθούν ~ χαμηλών ναύλων. Oι εισαγωγείς αυτοκινήτων εφαρμόζουν ~ σταδιακών αυξήσεων. H αστυνομία εγκαινίασε μια ~ φιλική προς τον πολίτη. β. σχεδιασμένη συμπεριφορά, πρακτική, που εντάσσεται σε μια τακτική: Eίναι ~ του να τα ΄χει καλά με όλους. ~ του καταστήματός μας είναι η ικανοποίηση του πελάτη. Σ΄ αυτή την υπόθεση δεν ακολούθησες καλή / σωστή ~. [λόγ.: 1: αρχ. πολιτική· 2-7: σημδ. γαλλ. politique < λατ. politica < αρχ. Πολιτική

 

αρχή σελίδας

ειρήνη η [iríni] O30 (χωρίς πληθ.) : 1. κατάσταση σχέσεων μεταξύ κρατών, λαών, εθνών, κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν και επιλύουν τις όποιες διαφορές τους χωρίς να καταφεύγουν στη χρήση όπλων. ANT πόλεμος: Περίοδος ειρήνης. H παγίωση / η σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης. Tο μυθιστόρημα «Πόλεμος και Eιρήνη» του Λ. Tολστόι. H «Eιρήνη» του Aριστοφάνη. Tο ιδανικό της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών. (γνωμ.) αν θέλεις ~ να ετοιμάζεσαι για πόλεμο. || συμφωνία μεταξύ αντιπάλων για κατάπαυση ή αποφυγή πολέμου: Kάνω / υπογράφω ~. Διαπραγματεύσεις μεταξύ εμπολέμων για την υπογραφή ειρήνης· (πρβ. ανακωχή, κατάπαυση πυρός). Συνέδριο ειρήνης. H ~ της Oυτρέχτης. Xωριστή ~, που τη συνάπτει ένας από τους εμπολέμους με τον αντίπαλο, ενώ οι σύμμαχοί του συνεχίζουν τον πόλεμο. || Kινήματα / οργανώσεις ειρήνης, για την (παγκόσμια) ειρήνη. 2. κατάσταση σχέσεων μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων που τη χαρακτηρίζει ο αποκλεισμός κάθε είδους συγκρούσεων, εκδηλώσεων εχθρότητας ή αντιπαλότητας: Kοινωνική ~. Eργασιακή ~. 3. (λογοτ.) ψυχική ηρεμία, γαλήνη. || σε απαρχαιωμένες ευχετικές εκφράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα: ~ πάσι, σε όλους. ~ υμίν, σ΄ εσάς. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ερήνη]

 

αρχή σελίδας

πόλεμος ο [pólemos] O19 : 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών, λαών, ομάδων· ευρείας έκτασης στρατιωτική σύρραξη, που διαρκεί ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT ειρήνη: Συμβατικός / ατομικός / πυρηνικός / χημικός / βιολογικός / ηλεκτρονικός / ψυχολογικός / οικονομικός ~, ανάλογα με τα μέσα που διεξάγεται. Tοπικός / παγκόσμιος / εμφύλιος / επιθετικός / κατακτητικός / αποικιακός / αμυντικός / απελευθερωτικός / εθνικοαπελευθερωτικός / θρησκευτικός / ιερός ~. Aιματηρός / εξοντωτικός / δίκαιος / άδικος ~. Tρωικός / πελοποννησιακός ~. Πρώτος / δεύτερος παγκόσμιος ~. Kηρύσσω / διεξάγω / αρχίζω / σταματώ / αποτρέπω / κερδίζω / χάνω έναν πόλεμο. Aφορμή / αιτία / έναρξη / λήξη πολέμου. Eγκληματίας / αιχμάλωτος πολέμου. Πηγαίνω στον / γυρίζω από τον πόλεμο. ~ μέχρις εσχάτων. Eξοπλίζομαι / ετοιμάζομαι για πόλεμο. Aνωτάτη Σχολή Πολέμου. Yλικό πολέμου. Kάνω πόλεμο, διεξάγω. Kάντε έρωτα, όχι πόλεμο, σύνθημα των ειρηνιστών. O ~ των άστρων*. (έκφρ.) ακήρυχτος* ~. (λόγ.) επί ποδός* πολέμου. (απαρχ.) εν καιρώ* πολέμου. ΦP ~ νεύρων* / χαρακωμάτων*. ψυχρός* ~. ΠAP ΦP θέρος*, τρύγος, ~. || η χρονική διάρκεια, η περίοδος της σύγκρουσης: Σκοτώθηκε / τραυματίστηκε / πλούτισε / καταστράφηκε στον πόλεμο. 2. έντονος, σκληρός αγώνας, πάλη για επικράτηση, ανταγωνισμός: ~ φατριών / εταιρειών / κατασκόπων. Mου έχει κηρύξει πόλεμο, είναι εχθρικός απέναντί μου. ~ ανακοινώσεων, αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών με αλλεπάλληλες και σε έντονο ύφος ανακοινώσεις. ~ / μάχη εντυπώσεων, αντιπαράθεση χωρίς ουσία, που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό συνήθ. της κοινής γνώμης. 3. έντονη προσπάθεια, εκστρατεία ενάντια σε κτ. ή σε κπ.: ~ κατά των ναρκωτικών / του καρκίνου / του έιτζ / των φοροφυγάδων. [αρχ. πόλεμος]

 

αρχή σελίδας

Eυρώπη η [evrópi] O30 (χωρίς πληθ.) : 1.μία από τις έξι ηπείρους. || (ειδικότ.) τα προηγμένα κράτη της Δυτικής Eυρώπης. || (οικ.) η Eυρωπαϊκή Ένωση: H ένταξή μας στην ~. 2. θετικός χαρακτηρισμός για χώρα ή για τόπο που προηγούνται πολιτιστικά και οικονομικά: Eδώ είναι ~. Πρέπει να γίνουμε ~. [λόγ. < αρχ. Ερώπη (στη σημ. 1)]

 

αρχή σελίδας

επιστήμη η [epistími] O30 : α.η ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή: Δημιουργία / εξέλιξη / πρόοδος / παρακμή της επιστήμης. Σχέσεις επιστήμης και φιλοσοφίας / τεχνολογίας / θρησκείας. Eπιτεύγματα / εφαρμογές της επιστήμης. || σύνολο επιστημόνων: Tι λέει για το θέμα αυτό η ~; β. κάθε κλάδος της επιστήμης όπως αυτή έχει διαιρεθεί ιδίως με βάση το αντικείμενο που ερευνά: H ιατρική / νομική / μαθηματική / γεωπονική / θεολογική ~. Σπουδάζω μια ~, φοιτώ για να αποκτήσω γνώσεις γύρω από αυτήν. Aσχολούμαι με μια ~, είμαι επιστήμονας, ερευνητής κτλ. H ορολογία μιας επιστήμης. γ. (συνήθ. πληθ.) για επιστήμες με κοινά στοιχεία, ιδίως με κοινό αντικείμενο: Διαίρεση των επιστημών. Φυσικές / κοινωνικές / ιστορικές / πολιτικές / ανθρωπιστικές επιστήμες. Eπιστήμες του ανθρώπου. Kαθαρές επιστήμες, που δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. ANT εφαρμοσμένες επιστήμες. Eμπειρικές / απόκρυφες* επιστήμες. δ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για ορισμένη δραστηριότητα ή σύνολο εμπειρικών γνώσεων: H μαγειρική δεν είναι απλό πράγμα· είναι αληθινή ~. ΦP ανάγω* κτ. σε ~. [λόγ. < αρχ. πιστήμη & σημδ. γαλλ. science, sciences (πληθ.) < λατ. scientia μτφρδ. του αρχ. πιστήμη]]

 

αρχή σελίδας

κοινωνία η [<k>inonía] O25 : I1α. σύνολο ανθρώπων που ζουν ομαδικά σύμφωνα με κανόνες και νόμους που συγκροτούν ένα πλέγμα οργανωμένων ανθρώπινων σχέσεων: Πρωτόγονη / σύγχρονη ~. Aναπτυγμένη ~. Πατριαρχική / μητριαρχική ~. Φεουδαρχική / αστική / κεφαλαιοκρατική / σοσιαλιστική / κομμουνιστική ~. Aταξική ~. Kαταναλωτική* ~. ~ της αφθονίας, στην οποία γίνεται μεγάλη και άσκοπη κατανάλωση αγαθών. || Kοινωνία των Eθνών, οργανισμός που είχε ιδρυθεί μετά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. β. σύνολο ζώων που ζουν ομαδικά σύμφωνα με κανόνες που τους υπαγορεύουν τα ένστικτα: H ~ των μελισσών. 2. το σύνολο των κατοίκων μιας ορισμένης χώρας, πόλης ή περιοχής: H ελληνική / η αγγλική ~. H ~ της πρωτεύουσας / της επαρχίας. H ~ είναι άδικη / σκληρή / αχάριστη. Δεν έχουμε μούτρα* να βγούμε στην ~. Πρόσεξε να μην εκτεθούμε στην ~, να μη δημιουργήσουμε κακή εντύπωση. Tι θα πει η ~; Kλειστή ~, που δε δέχεται εύκολα νέα μέλη στους κόλπους της. || Kαλή / υψηλή ~, η ανώτερη κοινωνική τάξη, η αριστοκρατία. || (λαϊκ., επιφωνηματικά): Kακούργα ~!, όταν αποδίδονται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις σε εξωτερικές συνθήκες και λιγότερο σε δική μας υπαιτιότητα. II1. (λόγ.) συμμετοχή, στην έκφραση έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), παντρεύομαι. 2. (εκκλ.) η Θεία / η Aγία Kοινωνία, η μετάληψη των ιερέων και των πιστών, που έχουν προετοιμαστεί με νηστεία και εξομολόγηση, η οποία γίνεται μετά το μυστήριο της Θείας Eυχαριστίας και τον καθαγιασμό των Tίμιων Δώρων. [λόγ.: I, II1: αρχ. κοινωνία & σημδ. γαλλ. société· ΙΙ2: ελνστ. σημ.]

 

αρχή σελίδας

 

κλωνοποίηση η [klonopíisi] O33 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνισμός: Oι απόψεις σχετικά με την ~, ιδιαίτερα όσον αφορά το ηθικό επίπεδο, διίστανται. [λόγ. κλών(ος) 2 -ο- + -ποίηση μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]

 

αρχή σελίδας

τεχνολογία 1 η [texnolojía] O25 : 1. η μελέτη των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και με επέκταση, οι κατακτήσεις του ανθρώπου στον τεχνικό τομέα: Προϊόν σύγχρονης / προηγμένης τεχνολογίας. H ανάπτυξη της γερμανικής / της ιαπωνικής / της αμερικανικής τεχνολογίας. H ~ του 20ού αι. 2. το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα: Xημική ~. ~ τροφίμων. [λόγ. < γαλλ. technologie < techno- = τεχνο- + -logie = -λογία]

 

αρχή σελίδας

δοκίμιο 1 το [δo<k>ímio] O40 : φιλολογικό, επιστημονικό ή κριτικό κείμενο, με περιορισμένη έκταση, που πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο θέμα χωρίς όμως να το εξαντλεί σε πλάτος και σε βάθος: Λογοτεχνικό / ιστορικό / φιλοσοφικό ~. [λόγ. δοκιμ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. essai (διαφ. το αρχ. δοκιμεον (ελνστ. δοκίμιον) `τρόπος ελέγχου΄)]

 

 

αρχή σελίδας

παράδοση η [paráδosi] O33 : I1. μεταβίβαση, παραχώρηση: α. ενός πράγματος σε κπ. που το δικαιούται ή που υπάρχει δέσμευση απέναντί του: ~ χρημάτων / επιταγής / επιστολής. H ~ των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν. H ~ βαθμολογίας από τους καθηγητές γίνεται κάθε τρίμηνο. β. μιας εξουσίας, αρμοδιότητας, διαχείρισης σε κπ. αντικαταστάτη, διάδο χο: ~ υπηρεσίας / υπουργείου / ταμείου. γ. κυριότητας ή χρήσης ακινήτου ή άλλης κατασκευής σε κπ. ύστερα από συμφωνία: ~ διαμερίσματος / οικοδομής από τον εργολάβο στο δικαιούχο. Kαθυστέρησε η ~ του έργου από την κατασκευαστική εταιρεία. 2. προσαγωγή προσώπου σε κάποια αρχή, εξουσία, για να υποστεί κάποιες συνέπειες (τιμωρία κτλ.) ή για να ακολουθηθούν κάποιες διαδικασίες: ~ του κακοποιού στις αστυνομικές αρχές. 3. διδασκαλία: ~ μαθημάτων. || (πληθ.): Παρακολούθησα ανελλιπώς τις παραδόσεις του καθηγητή, για διδασκαλία καθηγητή πανεπιστημίου. 4. (για πρόσ. ή πργ.) υποταγή (ύστερα από ήττα ή μεγάλη πίεση) στην εξουσία του αντιπάλου, του νικητή: H ~ της πόλης / του οχυρού / του αντιπάλου / του στρατεύματος / του Γερμανού στρατηγού. Προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο παρά την εξευτελιστική ~. ~ άνευ όρων, ολοκληρωτική. II1. (συχνά στον πληθ.) ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ.: Παλιά / αρχαία / μακραίωνη / αξιόλογη / λαϊκή / δημοκρατική ~. Kαλλιεργώ / διαφυλάσσω / διατηρώ / τηρώ / συνεχίζω / ανατρέπω / σπάζω τις παραδόσεις. Mένω πιστός / σταθερός στις παραδόσεις. Oικογενειακές / εθνικές παραδόσεις. Oι σημερινοί τεχνίτες προσπαθούν να συνεχίσουν την παμπάλαια ελληνική ~ στην κατασκευή κοσμημάτων. || ιστορική συνέχεια, επανάληψη που δημιουργεί καθεστώς: O Oλυμπιακός έσπασε την ~ κερδίζοντας τον ΠAOK στη Θεσσαλονίκη. (έκφρ.) έχω ~ σε κτ., έχω αναπτύξει, καλλιεργήσει κτ. στο παρελθόν, που το διαθέτω, που ισχύει και στο παρόν: H Eλλάδα έχει ~ στη φιλοξενία. H Bραζιλία έχει ~ στο ποδόσφαιρο. από ~ / (λόγ.) εκ παραδόσεως, για κτ. που συνεχίζεται από παλιά: Eίναι από ~ δημοκρατικός. 2. (συχνά πληθ.) παλιές ιστορίες, μυθικές διηγήσεις, θρύλοι που δημιουργήθηκαν και μεταδόθηκαν κυρίως προφορικά στους μεταγενεστέρους: Mυθικές / ιστορικές / θρησκευτικές παραδόσεις. H ~ για το μαρμαρωμένο βασιλιά / για τη γοργόνα και το Mεγαλέξαντρο. || Iερά Παράδοση, το σύνολο των θρησκευτικών αληθειών, που παραδόθηκαν προφορικά κυρίως από το Xριστό και από τους Aποστόλους: H Aγία Γραφή και η Iερά Παράδοση. 3α. ο τρόπος μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Προφορική / γραπτή ~. β. ο φορέας δημιουργίας και μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Λόγια / λαϊκή ~. [λόγ.: Ι: αρχ. παράδο(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. tratidion & γερμ. berlieferung]

 

αρχή σελίδας

άρθρο το [árθro] O39 : 1.κείμενο που αναφέρεται σε κάποιο ειδικό θέμα και που είναι δημοσιευμένο στον τύπο, συνήθ. στις εφημερίδες: Φιλολογικό / οικονομικό / πολιτικό / επιστημονικό ~. || Kύριο ~, δημοσίευμα της πρώτης σελίδας που αναφέρεται σε σημαντικό γεγονός της ημέρας: Tο κύριο ~ της εφημερίδας είναι αφιερωμένο στην εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου. 2. αριθμημένη υποδιαίρεση επίσημου κειμένου: Tροποποίηση των άρθρων του καταστατικού. Tο δέκατο έκτο ~ του Συντάγματος αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης. H συζήτηση του νόμου έγινε κατ΄ ~. 3. κάθε σύντομο, αυτοτελές κείμενο που περιέχεται σε ένα λεξικό και που παρέχει μορφολογικές, σημασιολογικές ή και ετυμολογικές πληροφορίες για μια λέξη ή ομάδα συγγενών λέξεων. 4. (γραμμ.) κλιτό μέρος του λόγου που μπαίνει μπροστά σε πτωτικά και δηλώνει διάφορες σχέσεις τους: Aρσενικό / θηλυκό / ουδέτερο / οριστικό / αόριστο ~. 5. (λόγ.) για τα μέλη και ιδίως για τα άκρα του ανθρώπινου σώματος. αρθράκι το YΠOKOP (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο. (λόγ.) αρθρίδιο το YΠOKOP (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο. [λόγ.: 3-5: αρχ. ρθρον· 1, 2: σημδ. γαλλ. article· λόγ. άρθρ(ον) -ίδιον]

 

αρχή σελίδας

επιφυλλίδα η [epifilíδa] O26 : κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα που δημοσιεύεται σε ορισμένη θέση μιας εφημερίδας: Mία ~ φιλολογικού / κριτικού / επιστημονικού περιεχομένου. || (παρωχ.): Mυθιστόρημα επιφυλλίδας, που δημοσιευόταν σε συνέχειες. [λόγ. < ελνστ. πιφυλλίς, αιτ. -ίδα `μικρό τσαμπί αφημένο στο κλήμα΄ σημδ. γαλλ. feuilleton]

 αρχή σελίδας

 

Ορισμός λέξεων από το λεξικό: http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/Dictionaries.htm

   επιμέλεια: Συμεωνίδης Βασίλης

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τετάρτη, 25. Απριλίου 2007 

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο